Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανοιγοκλείνω
1 item total
ανοιγοκλείνω [aniγoklíno] Ρ αόρ. ανοιγόκλεισα, απαρέμφ. ανοιγοκλείσει : ανοίγω και κλείνω κτ. πολλές φορές, κατ΄ επανάληψη: Tι ψάχνεις να βρεις κι ανοιγοκλείνεις τα ντουλάπια; Aνοιγόκλεισε τα μάτια του. || H πόρτα ανοιγόκλεινε από τον αέρα.

[μσν. ανοιγοκλείνω < ανοίγ(ω) -ο- + κλείνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go