Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανιμισμός
1 εγγραφή
ανιμισμός ο [animizmós] Ο17 : 1.(φιλοσ.) θεωρία που υποστηρίζει πως η ψυχή (πνεύμα) είναι η αρχή της ζωής. 2. (θρησκειολ.) πρωτόγονη θρησκευτική πίστη στην ύπαρξη ψυχής μέσα σε όλα τα φυσικά όντα και φαινόμενα.

[λόγ. < γαλλ. animisme (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες