Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανθολογία η [anθolojía] Ο25 : η συλλογή ποιητικών ή πεζών κειμένων (ή και αποσπασμάτων), με κάποια κριτήρια (ποιότητα, αντιπροσωπευτικότητα κ.ά.): ~ νεοελληνικής / αφρικανικής ποίησης. Παγκόσμια ~ πεζογραφίας. α. Aνθολογία, βιβλίο με ανάλογο περιεχόμενο: ~ Παλατινή / Πλανούδη. β. κάθε συλλογή με παρόμοιο υλικό: Mουσική / κινηματογραφική ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀνθολογία `μάζεμα λουλουδιών΄ σημδ. νλατ. anthologia (< ελνστ. ἀνθολογία, κατά τη σημ. της λ. ανθολόγιον)]