Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεύρυσμα
1 εγγραφή
ανεύρυσμα το [anévrizma] Ο49 : (ιατρ.) η διεύρυνση, η διόγκωση τμήματος αγγείου (κυρ. αρτηρίας) εξαιτίας οργανικής πάθησης ή κάκωσης των τοιχωμάτων του: ~ αρτηριακό / της αορτής. Aτρακτοειδή ανευρύσματα. Διαχωριστικό ~. Πέθανε από ~ της αορτής.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεύρυσμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες