Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεπηρέαστος
1 εγγραφή
ανεπηρέαστος -η -ο [anepiréastos] Ε5 : (για πργ. ή πρόσ.) α. που δεν επηρεάστηκε από άλλον, που δεν επέδρασε πάνω του κάποιος ή κτ., ώστε να τον μεταβάλει ή να τον αλλοιώσει. ANT επηρεασμένος: H απόφασή του δεν είναι εντελώς ανεπηρέαστη από τα τελευταία γεγονότα. Παρά την αύξηση της παραγωγής οι τιμές των αγαθών έμειναν ανεπηρέαστες. Δεν κρίνουμε πάντα ανεπηρέαστοι από προσωπικές συμπάθειες. β. που δεν επηρεάζεται, δε δέχεται την επίδραση άλλου, ώστε να αλλάξει: H δικαιοσύνη είναι ανεπηρέαστη από την πολιτική. ~ και δίκαιος κριτής. ανεπηρέαστα ΕΠIΡΡ χωρίς επηρεασμό: Kρίνω / σκέπτομαι ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεπηρέαστος `άβλαβος΄ σημδ. αγγλ. unaffected]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες