Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεξάλειπτος
1 εγγραφή
ανεξάλειπτος -η -ο [aneksáliptos] Ε5 : (λόγ.) που δεν εξαλείφεται, δε σβήνει· ανεξίτηλος, συνήθ. μτφ.: Tο γεγονός θα μείνει ανεξάλειπτο στη μνήμη μας.

[λόγ. < αρχ. ἀνεξάλειπτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες