Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεικονικός -ή -ό [anikonikós] Ε1 : που, για να παραστήσει ή να εκφράσει κάτι (ή για να εκφραστεί), δε χρησιμοποιεί την εικόνα. ANT εικονικός: Σ΄ όλες τις τέχνες υπάρχει σήμερα η τάση και η προσπάθεια προς το ανεικονικό, προς την εσωτερική αφηρημένη δομή. Aνεικονική και μη παραστατική τέχνη. || ~ καλλιτέχνης.
[λόγ. αν- (δες α- 1) εικονικός]