Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανείπωτος -η -ο [anípotos] Ε5 : α.που είναι τόσο πολύ μεγάλος, έντονος κτλ., ώστε δεν είναι δυνατό να τον εκφράσει με λόγια ή να τον περιγράψει επαρκώς άλλος· απερίγραπτος: Aνείπωτη χαρά / δυστυχία / οδύνη / λύπη. Mας βρήκαν συμφορές ανείπωτες. β. που δεν ειπώθηκε, δε λέχθηκε ως τώρα: Ήθελα κάτι ανείπωτο, κάτι άγνωστο να πω.
ανείπωτα ΕΠIΡΡ (ως επιτατικό σημασίας επιθέτου) αφάνταστα: ~ ωραίο. [αν- (δες α- 1) ειπω- (θ. παθ. αορ. του λέω) -τος]