Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναχωρώ
1 εγγραφή
αναχωρώ [anaxoró] Ρ10.9α : ξεκινώ για να φύγω από εκεί που βρίσκομαι και να πάω κάπου αλλού· φεύγω για κάπου: Aναχωρούμε αύριο το πρωί για το εξωτερικό. H αμαξοστοιχία αναχωρεί σε πέντε λεπτά.

[λόγ. < ελνστ. ἀναχωρῶ `αποχωρώ, επιστρέφω΄, αρχ. σημ.: `υποχωρώ, απομακρύνομαι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες