Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αναχωρητισμός
1 item total
αναχωρητισμός ο [anaxoritizmós] Ο17 : η τάση προς τον τρόπο ζωής του αναχωρητή ή, γενικότερα, η απομάκρυνση από την κοινωνική ζωή και δράση: H τάση του δήθεν αναχωρητισμού από την ενεργό πολιτική.

[λόγ. < γαλλ. anachorétisme < ελνστ. ἀναχωρητ(ής) -isme = -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go