Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανατριχιαστικός
1 εγγραφή
ανατριχιαστικός -ή -ό [anatrixastikós] Ε1 : που προκαλεί ανατρίχιασμα: Aνατριχιαστικό κρύο, πολύ δυνατό. Aνατριχιαστικό θέαμα / έγκλημα, φρικιαστικό. Tου είπαν μιαν ανατριχιαστική ιστορία και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ενός εγκλήματος. ανατριχιαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ανατριχιασ- (ανατριχιάζω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες