Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανατομία
1 item total
ανατομία η [anatomía] Ο25 : 1α.η ανατομική: Mάθημα / βιβλίο ανατομίας. β. η κατασκευή του σώματος που μελετήθηκε με ανατομική έρευνα: H ~ του ανθρώπου / ενός ζώου / ενός φυτού. 2. (μτφ.) προσεκτική και λεπτομερής εξέταση καθώς και το σχετικό αποτέλεσμα: H ~ της σύγχρονης κοινωνίας / του ψυχικού κόσμου.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀνατομία· 2: σημδ. γαλλ. anatomie < υστλατ. anatomia < ελνστ. ἀνατομία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go