Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναμφίβολος -η -ο [anamfívolos] Ε5 : που δε δημιουργεί αμφιβολίες, για την ορθότητα ή για την έκβαση του οποίου είναι κανείς βέβαιος. || είναι αναμφίβολο (ότι
), δε χωράει αμφιβολία: Είναι αναμφίβολο ότι η προσπάθειά μας θα πετύχει. Θα πετύχουμε, αυτό είναι αναμφίβολο.
αναμφίβολα & (λόγ.) αναμφιβόλως ΕΠIΡΡ: H εκβιομηχάνιση βοήθησε ~ την οικονομία της χώρας, αναμφισβήτητα. ~, θα πετύχουμε. [λόγ. < ελνστ. ἀναμφίβολος, ἀναμφιβόλως]