Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναμφίβολος
1 εγγραφή
αναμφίβολος -η -ο [anamfívolos] Ε5 : που δε δημιουργεί αμφιβολίες, για την ορθότητα ή για την έκβαση του οποίου είναι κανείς βέβαιος. || είναι αναμφίβολο (ότι…), δε χωράει αμφιβολία: Είναι αναμφίβολο ότι η προσπάθειά μας θα πετύχει. Θα πετύχουμε, αυτό είναι αναμφίβολο. αναμφίβολα & (λόγ.) αναμφιβόλως ΕΠIΡΡ: H εκβιομηχάνιση βοήθησε ~ την οικονομία της χώρας, αναμφισβήτητα. ~, θα πετύχουμε.

[λόγ. < ελνστ. ἀναμφίβολος, ἀναμφιβόλως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες