Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναλφαβητισμός
1 εγγραφή
αναλφαβητισμός ο [analfavitizmós] Ο17 : η έλλειψη των στοιχειωδών γνώσεων που επιτρέπουν σε κπ. (σε παιδί σχολικής ηλικίας ή σε ενήλικα) να διαβάζει και να γράφει τη μητρική του γλώσσα: H καταπολέμηση του αναλφαβητισμού. Ο ~ μαστίζει τις χώρες του Tρίτου Kόσμου.

[λόγ. < γαλλ. analphabétisme < analphabèt(e) < ιταλ. analfabeto < ελνστ. ἀναλφάβητ(ος) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες