Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακοινώνω
1 εγγραφή
ανακοινώνω [anakinóno] -ομαι Ρ1 : κάνω γνωστή στο κοινό μια είδηση, εγγράφως ή προφορικά: H κυβέρνηση ανακοίνωσε τα νέα φορολογικά μέτρα. Aύριο θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, θα γνωστοποιηθούν. Στο ιατρικό συνέδριο ανακοινώθηκαν οι τελευταίες επιστημονικές εξελίξεις.

[λόγ. < αρχ. ἀνακοιν(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες