Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανακοινωθέν το [anakinoθén] Ο (βλ. Ε12γ) : επίσημη γνωστοποίηση μιας είδησης, συνήθ. σε καιρό πολέμου ή σε έκτακτη ανάγκη: H κυβέρνηση με ~ ενημέρωσε το λαό για τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις. Εκδόθηκε έκτακτο στρατιωτικό ~, για να αναγγείλει την αιφνιδιαστική εισβολή του εχθρού. Iατρικό ~.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. μτχ. παθ. αορ. του ανακοινώ (δες στο ανακοινώνω) μτφρδ. γαλλ. communiqué]



