Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακαινιση
1 εγγραφή
ανακαίνιση η [anakénisi] Ο33 : η ενέργεια του ανακαινίζω, γενική επισκευή μιας κατασκευής ή ενός αντικειμένου: Άρχισαν οι εργασίες για την ~ του κτιρίου. Tο κατάστημα είναι κλειστό λόγω ανακαινίσεως. Tα έπιπλα πάλιωσαν, χρειάζονται ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀνακαίνι(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες