Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναθεωρώ
1 εγγραφή
αναθεωρώ [anaθeoró] -ούμαι Ρ10.9 : α.επανεξετάζω, ελέγχω κτ. για να διορθώσω σφάλματα ή για να συμπληρώσω παραλείψεις: Θα αναθεωρηθούν οι εκλογικοί κατάλογοι. β. τροποποιώ κτ. υπό το πρίσμα νέων δεδομένων ή ύστερα από επανεκτίμηση των δεδομένων: H βουλή αναθεώρησε ορισμένα άρθρα του συντάγματος. H κυβέρνηση θα αναθεωρήσει τους όρους της σύμβασης για την κατασκευή του υπόγειου σιδηροδρόμου. || μεταβάλλω: H πείρα της ζωής με υποχρέωσε να αναθεωρήσω πολλές από τις απόψεις μου.

[λόγ. < ελνστ. ἀναθεωρῶ `εξετάζω προσεκτικά΄ σημδ. γαλλ. réviser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες