Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναερόβια
1 εγγραφή
αναερόβιος -α -ο [anaeróvios] Ε6 : (βιολ.) για μικροοργανισμό που μπορεί να ζήσει χωρίς οξυγόνο: Aναερόβια μικρόβια. || (ιατρ.): Aναερόβιες λοιμώξεις, που οφείλονται σε αναερόβια μικρόβια.

[λόγ. < γαλλ. anaéro bie < an- = αν- (δες α- 1) + αρχ. ἀερ- (δες αέρας) -ο- + αρχ. βί(ος) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες