Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναδρομικός
1 εγγραφή
αναδρομικός -ή -ό [anaδromikós] Ε1 : 1.που συμβαίνει, που γίνεται στο παρόν, καλύπτει όμως και μια προηγούμενη χρονική περίοδο: Ο νόμος (δεν) έχει αναδρομική ισχύ, (δεν) ισχύει και για χρονικό διάστημα πριν από τη θέσπισή του. Θα γίνει αναδρομική αύξηση των μισθών από τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους. Έγινε αναδρομική έκθεση του ζωγράφου με έργα παλαιότερης δουλειάς του. || (ως ουσ.) τα αναδρομικά, χρήματα που προέρχονται από αναδρομική αύξηση: H αξία των αναδρομικών εξανεμίζεται από την άνοδο του πληθωρισμού. 2. (γλωσσ.) ~ σχηματισμός, για λέξη που σχηματίζεται από άλλη λέξη αναλογικά προς αντίστοιχο σχήμα, δίνει όμως την εντύπωση πως είναι η βάση του σχηματισμού, π.χ.: αλμύρα < αλμυρός, αναδομώ < αναδόμηση. αναδρομικά ΕΠIΡΡ: Θα πάρουμε την αύξηση ~ από τον περασμένο Mάρτιο.

[λόγ.: 1: αναδρομ(ή) -ικός· 2: σημδ. γερμ. retrograde Ableitung]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες