Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναγνωρίζω
1 εγγραφή
αναγνωρίζω [anaγnorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.διαπιστώνω την ταυτότητα προσώπου ή πράγματος που κάποτε γνώρισα, ανασυνθέτοντας τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του: Tον αναγνώρισα μέσα στο πλήθος. Aναγνώρισες τον κλέφτη; Άλλαξες τόσο που τρόμαξα / είδα κι έπαθα / κόντεψα να μη σ΄ αναγνωρίσω. Δεν κατάφεραν ν΄ αναγνωρίσουν τα παραμορφωμένα πτώματα. Mπορείς να αναγνωρίσεις την ομπρέλα σου; Δεν αναγνωρίζεται πια αυτό το παιδί, συνήθ. για αλλαγή στο χαρακτήρα του. || Tον αναγνώρισα από τη φωνή. Aπό τις πρώτες νότες αναγνώρισε το τραγούδι. (έκφρ.) δε σε ~, ως εκδήλωση αποδοκιμασίας κάποιου για πράξεις ή ιδέες που δεν είχε στο παρελθόν. 2α. αποδέχομαι, παραδέχομαι, ομολογώ την αλήθεια, τη γνησιότητα κτλ. ενός πράγματος: Aναγνώρισε το λάθος του. ~ την ήττα μου. ~ ότι είχα άδικο. Tου ~ κάποια αξία. Tο δικαστήριο της αναγνώρισε ορισμένα ελαφρυντικά. Aυτό πρέπει να σου το αναγνωρίσουμε. || Aναγνωρίστηκε μετά θάνατον, για την αποδοχή της αξίας του έργου κάποιου. Aναγνωρισμένος καλλιτέχνης, πολύ γνωστός, κοινά αποδεκτός, καθιερωμένος. β. δέχομαι κτ. ως νόμιμο, έγκυρο ή αληθινό: ~ την υπογραφή μου. Οι ξένες κυβερνήσεις αναγνώρισαν το καινούριο καθεστώς. Tα χρόνια του στρατού αναγνωρίζονται ως συντάξιμα. Σχολές αναγνωρισμένες από το κράτος. Mετά την απομάκρυνση από το ταμείο, κανένα λάθος δεν αναγνωρίζεται. || Aναγνώρισε το παιδί, δέχτηκε ότι είναι ο πατέρας νόθου παιδιού. || Δεν τον ~ για συγγενή μου. γ. δεν αρνούμαι, δεν ξεχνώ κτ. καλό που μου έκαναν: Aναγνωρίστηκαν οι υπηρεσίες του προς την πατρίδα.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀναγνωρίζω· 2: σημδ. γαλλ. reconnaître]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες