Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανήλικος
1 εγγραφή
ανήλικος -η -ο [anílikos] Ε5 : ANT ενήλικος. 1. που δεν ενηλικιώθηκε, που βρίσκεται ακόμα στην παιδική ή στην εφηβική ηλικία: Aνήλικο αγόρι / κορίτσι. Mην έχεις πολλές απαιτήσεις από ένα ανήλικο παιδί. 2. (νομ.) για πρόσωπο που δε συμπλήρωσε το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του. || (ως ουσ.) ο ανήλικος, το ανήλικο: Ίδρυμα προστασίας ανηλίκων. Έργο ακατάλληλο για ανηλίκους.

[ελνστ. ἀνήλικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες