Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάταση
1 εγγραφή
ανάταση η [anátasi] Ο33 : (λόγ.) ανύψωση. (έκφρ.) δι΄ ανατάσεως της χειρός, για ψηφοφορία που γίνεται με ανύψωση του χεριού. α. (γυμν.) άσκηση κατά την οποία τα χέρια υψώνονται κατακόρυφα και με τις παλάμες προς τα μέσα: Είμαστε στην / κάνω ~. β. (μτφ.) ψυχική εξύψωση, έξαρση του πνεύματος: Πνευματική / ηθική ~.

[λόγ. < αρχ. ἀνάτα(σις) -ση & σημδ. γαλλ. élévation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες