Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάσκελα [anáskela] επίρρ. : (κυρίως για πρόσ. ή ζώο) ύπτια, με τη ράχη προς τα κάτω. ANT μπρούμυτα: Ξαπλώνω / κοιμάμαι / κολυμπώ / πέφτω ~. Ξάπλωσε ~ και μετρούσε τα άστρα. || (επέκτ., για πργ.) ανάποδα: Bάζω / ρίχνω κτ. ~.
[μσν. ανάσκελα < ανα- σκέλ(η) επίρρ. -α]
- ανασκελάς ο [anaskelás] Ο1 : (λαογρ.) φανταστικό βλαπτικό ον που συνήθ. έχει μορφή γαϊδάρου.
[αρχ. ὀνοσκελ(ής) `με γαϊδουρινά πόδια΄ παρετυμ. ανα- και μεταπλ. -άς]