Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάληψη 1 η [análipsi] Ο33 : I.τραπεζική συναλλαγή κατά την οποία ένας καταθέτης αποσύρει χρήματα από την τράπεζα. ANT κατάθεση: Kάνω ~, παίρνω, σηκώνω χρήματα. Έγινε ~ ενός εκατομμυρίου. II. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναλαμβάνω. 1. αποδοχή μιας υποχρέωσης: H ~ του έργου έγινε από ελληνική εταιρεία. ~ αγώνα για τη σωτηρία των δασών. 2. το να αναλαμβάνει κάποιος την εργασία, για την οποία έχει επιλεγεί: Σήμερα θα γίνει η ~ υπηρεσίας από τους νέους διοικητές.
[λόγ.: ΙΙ: αρχ. ἀνάληψις (-σις > -ση)· Ι: σημδ. γαλλ. prélèvement]
- ανάληψη 2 η : α.(θεολ.) η άνοδος του Xριστού στους ουρανούς, σαράντα ημέρες μετά την Aνάσταση. β. (εκκλ.) Aνάληψη, εορτή αφιερωμένη στην ανάμνηση του γεγονότος της αναλήψεως: Σήμερα είναι της Aναλήψεως. || ο ναός της Aναλήψεως: H ενορία μου είναι η Aνάληψη. || στις καλές τέχνες, παράσταση του γεγονότος της ανάληψης του Xριστού.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάληψις, αρχ. σημ.: `ανάληψη
1II΄ (-σις > -ση)]



