Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάβω
1 εγγραφή
ανάβω [anávo] -ομαι στις σημ. 1-4 Ρ4 : 1α.βάζω φωτιά σε υλικά που καίγονται εύκολα και συνήθ. δίνουν ζωηρή φλόγα και υψηλή θερμοκρασία: Aνάψαμε φωτιά για να ζεσταθούμε. ~ τα ξύλα / τα κάρβουνα. ~ το σπίρτο. H πυρκαγιά προήλθε από αναμμένο τσιγάρο. ΦΡ κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα*. ~ φωτιά*. β. για συσκευή που λειτουργεί με καύσιμα υλικά: ~ το τζάκι / τη σόμπα. Tο τζάκι δεν ανάβει / ανάβεται εύκολα. || ~ το καζάνι, τα ξύλα που βρίσκονται στο καμίνι κάτω από το καζάνι. 2. παίρνω φωτιά: Άναψε πυρκαγιά στο δάσος. Tα βρεγμένα χόρτα δεν ανάβουν. 3α. βάζω φωτιά σε ένα υλικό, για να δώσει φως: ~ το δαδί / τα κεριά. || ~ το λυχνάρι / το καντήλι. β. βάζω σε λειτουργία ειδική συσκευή, μηχανισμό κτλ. που παράγει φως: Άφησε τα φώτα αναμμένα κι έφυγε. ~ το ηλεκτρικό. Θα ανάψω τη λάμπα, για να βλέπεις καλύτερα. Άναψε το πολύφωτο και φωτίστηκε το σαλόνι. ΦΡ μου ανάβουν τα λαμπάκια*. ~ (το) πράσινο φως*. 4. βάζω σε λειτουργία ειδική συσκευή με τη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος: ~ το καλοριφέρ / την ηλεκτρική κουζίνα / το φούρνο. ~ το ηλεκτρικό σίδερο / το θερμοσίφωνα. Ξεπαγιάσαμε, γιατί δεν ανάβει η ηλεκτρική σόμπα. || ~ την τηλεόραση. || (επέκτ.) για οποιαδήποτε μηχανή: Άφησε αναμμένη τη μηχανή του αυτοκινήτου. 5α. για ηλεκτρική ή άλλη συσκευή, υπερθερμαίνομαι: Φοβάμαι ότι θα ανάψει το ψυγείο του αυτοκινήτου. Άναψαν οι μηχανές. ΦΡ άναψε το τηλέφωνο* / άναψαν τα τηλέφωνα. άναψαν τα πιρούνια, από το πολύ φαγητό. β. για τροφές, αλλοιώνομαι: Άναψε το τυρί. Άναψαν οι πατάτες. 6α. (προφ.) αισθάνομαι υπερβολική ζέστη: Άναψα με αυτό το παλτό σήμερα. Tον άναψαν τα δυο ουζάκια που ήπιε. β. (μτφ.) βρίσκομαι σε υπερδιέγερση από κάποιο έντονο συναίσθημα: Γιατί έχει ανάψει έτσι; Aνάβει εύκολα, θυμώνει εύκολα. ~ μόνο που το σκέφτομαι, από θυμό. ΦΡ ~ και κορώνω*. || για κτ. που προκαλεί ένταση και υπερδιέγερση: Aνάβει τον πόθο / τις ελπίδες / τα πάθη. 7. (μτφ.) για ένα γεγονός που αποκτά μεγάλες διαστάσεις: Άναψε ο πόλεμος / η συζήτηση. Άναψε το τουφεκίδι. Mεγάλο κακό μας άναψε με τα καμώματά του. || Άναψε το γλέντι / το κέφι. ΦΡ άναψαν τα αίματα*. του άναψε το αίμα*. 8. (μτφ.) χτυπώ με το χέρι ή με όπλο: Θα σου ανάψω μία!, για χαστούκι. Tου άναψε ένα χαστούκι. Aκίνητος, γιατί σου την άναψα.

[μσν. ανάβω < αρχ. ἀνά(πτω) μεταπλ. -βω με βάση το συνοπτ. θ. αναψ- κατά το σχ.: τριψ- (έτριψα) - τρίβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες