Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αμπρί
1 item total
αμπρί το [abrí] Ο43 : υπόγειο καταφύγιο το οποίο κατά την άμυνα προστάτευε τους στρατιώτες από επιθέσεις πυροβολικού και αεροπορίας.

[γαλλ. abri]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go