Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπελουργός
1 εγγραφή
αμπελουργός ο [ambelurγós] Ο17 : αυτός που καλλιεργεί κλήματα, αμπέλια.

[αρχ. ἀμπελουργός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες