Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπάς
2 εγγραφές [1 - 2]
αμπάς ο [abás] Ο1 : χειμερινό εξωτερικό ρούχο από χοντροϋφασμένο μάλλινο ύφασμα που το φορούσαν συνήθ. οι γεωργοί, οι ναυτικοί κτλ.

[τουρκ. aba (από τα αραβ.) ]

αμπαστάρδευτος -η -ο [abastárδeftos] Ε5 : που δεν είναι μπασταρδεμένος.

[α- 1 μπασταρδεύ(ω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες