Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- αμνός ο [amnós] Ο17 : (λόγ.) 1. το νεογνό του προβάτου. 2. επίσημη εμπορική ονομασία για το κρέας από σφαγμένο αρνί. 3. (εκκλ.) Ο Aμνός του Θεού, ο Xριστός.
[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἀμνός· 3: ελνστ. σημ.]
- αμνοσκοπεία η [amnoskopía] Ο25 : πρόγνωση του μέλλοντος με την παρατήρηση των οστών της πλάτης σφαγμένου αρνιού.
[λόγ. αμν(ός) -ο- + αρχ. σκοπ(ῶ) `εξετάζω΄ -εία]



