Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμνηστία
1 εγγραφή
αμνηστία η [amnistía] Ο25 : η άρση της ποινικής δίωξης για αδικήματα ομάδας υποδίκων ή καταδίκων, πράξη επιείκειας με την οποία η πολιτεία παραιτείται από την τιμωρία εγκλημάτων που διαπράχτηκαν εναντίον της: Γενική ~. Ο ανώτατος άρχοντας έχει δικαίωμα να δίνει ~ μόνο για πολιτικά αδικήματα. Διεθνής Aμνηστία, διεθνής οργάνωση για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων και την απελευθέρωση των μη ποινικών κρατουμένων.

[λόγ. < ελνστ. ἀμνηστία, αρχ. σημ.: `ξεχασιά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες