Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμμόλοφος
1 εγγραφή
αμμόλοφος ο [amólofos] Ο20 : λόφος από άμμο.

[λόγ. αμμο- + λόφος μτφρδ. αγγλ. sandhill]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες