Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμείβω [amívo] -ομαι Ρ4 (χωρίς μππ.) : δίνω σε κπ. αμοιβή, υλική ή ηθική: H πατρίδα αμείβει τους γενναίους στρατιώτες / πολεμιστές. || (για χρηματική αμοιβή) πληρώνω: Δουλεύει σκληρά αλλά δεν αμείβεται καλά.
[λόγ. < αρχ. ἀμείβω `ανταλλάσσω, ξεπληρώνω΄]