Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμείβω
1 εγγραφή
αμείβω [amívo] -ομαι Ρ4 (χωρίς μππ.) : δίνω σε κπ. αμοιβή, υλική ή ηθική: H πατρίδα αμείβει τους γενναίους στρατιώτες / πολεμιστές. || (για χρηματική αμοιβή) πληρώνω: Δουλεύει σκληρά αλλά δεν αμείβεται καλά.

[λόγ. < αρχ. ἀμείβω `ανταλλάσσω, ξεπληρώνω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες