Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμβλύνω
1 εγγραφή
αμβλύνω [amvlíno] -ομαι Ρ8.1 : κάνω κτ. αμβλύ. ANT οξύνω. 1. (σπάν.) αφαιρώ την αιχμηρότητα, την οξύτητα από κάποιο αιχμηρό ή κοφτερό αντικείμενο. 2α. (ιδ. για τις αισθήσεις και τις πνευματικές λειτουργίες) χειροτερεύω κτ. έτσι ώστε αυτό να είναι λιγότερο αποτελεσματικό: Aμβλύνεται η όραση / η όσφρηση / η ακοή. H γήρανση αμβλύνει τις πνευματικές ικανότητες. β. κάνω λιγότερο έντονο κτ. ανεπιθύμητο ή δυσάρεστο: Φάρμακα που αμβλύνουν αλλά δεν εξαφανίζουν τον πόνο. Προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που δε λύνουν, απλώς αμβλύνουν τις κοινωνικές αντιθέσεις.

[λόγ. < αρχ. ἀμβλύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες