Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αμίλητος
1 item total
αμίλητος -η -ο [amílitos] Ε5 : (για πρόσ.) 1. που δε μιλά: Kάθεται / στέκεται ~, σιωπηλός. Έμεινε ~ από το φόβο του, άφωνος. || (λαογρ.) το αμίλητο νερό, που το μεταφέρουν χωρίς να μιλούν, για να το χρησιμοποιήσουν στον κλήδονα. ΦΡ ήπιε το αμίλητο νερό, δε μιλάει καθόλου. 2. (σπάν.) που δεν του έχουν μιλήσει, δεν έχουν μεσολαβήσει ώστε να κάνει κτ. αμίλητα ΕΠIΡΡ.

[μσν. αμίλητος < α- 1 μιλη- (μιλώ) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go