Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμέθυστος
2 εγγραφές [1 - 2]
αμέθυστος ο [améθistos] Ο20α : χαλαζίας ανοιχτού μοβ χρώματος που χρησιμοποιείται ως ημιπολύτιμος λίθος: Kολιέ / βραχιόλι / σκουλαρίκια με αμέθυστους. Φοράει ένα δαχτυλίδι με αμέθυστο.

[λόγ. < ελνστ. ἀμέθυστος ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. ἀμέθυστος]

αμέθυστος -η -ο [améθistos] Ε5 : που δεν έχει μεθύσει· ξεμέθυστος. ANT μεθυσμένος.

[λόγ. < ελνστ. ἀμέθυστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες