Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αλώβητος -η -ο [alóvitos] Ε5 : που δεν έπαθε καμία βλάβη: Περιβάλλον αλώβητο από τουριστικά έργα. || (επέκτ.): Aλώβητη υπόληψη / φήμη.
[λόγ. < ελνστ. ἀλώβητος]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. < ελνστ. ἀλώβητος]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |