Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλόη η [alói] Ο30 : 1.ονομασία φυτών με πικρή γεύση και αρωματική οσμή: Γλάστρα / κήπος με αλόες. 2. φαρμακευτικό ή αρωματικό υγρό που παράγεται από την αλόη.
[ελνστ. ἀλόη, *ἀλοή (πρβ. ελνστ. ἀλοέ)]



