Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλαξοπιστώ
1 εγγραφή
αλλαξοπιστώ [alaksopistó] Ρ10.9α : αλλάζω πίστη, δηλαδή θρησκεία ή δόγμα: Στην Tουρκοκρατία πολλοί χριστιανοί προτίμησαν να μαρτυρήσουν παρά να αλλαξοπιστήσουν. || (επέκτ.) αλλάζω ιδεολογία ή πολιτικές πεποιθήσεις.

[λόγ. αλλαξόπιστ(ος δες στο αλλαξοπιστία) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες