Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλειμματοκέρι
1 εγγραφή
αλειμματοκέρι το [alimatokéri] Ο44 : κερί κατασκευασμένο από λίπος (στεατίνη).

[αλειμματ- (άλειμμα) -ο- + κερ(ί) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες