Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλατίζω [alatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.βάζω, ρίχνω αλάτι: Aλατίζουμε το φαγητό για να γίνει νόστιμο. Σήμερα το φαΐ είναι πολύ αλατισμένο. β. πασπαλίζω κτ. με πολύ αλάτι για να διατηρηθεί: Σκίζουν τα ψάρια, τ΄ αλατίζουν και μετά τ΄ αφήνουν να ξεραθούν στον ήλιο, τα παστώνουν. Οι χωρικοί διατηρούσαν το αλατισμένο χοιρινό σε πήλινα δοχεία. γ. (λαϊκότρ.) αλίζω (το κοπάδι, τα πρόβατα κτλ.). 2. (μτφ.) προσθέτω στο λόγο, στην αφήγηση κτ. ευχάριστο, έξυπνο.
[ελνστ. ἁλατίζω]