Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλαλάζω [alalázo] Ρ2.2α : βγάζω δυνατές και ακατάληπτες κραυγές χαράς και ενθουσιασμού· κραυγάζω (όπως οι αρχαίοι πολεμιστές στη μάχη): Tα πλήθη αλαλάζουν στις κερκίδες. Σήμαναν τα βούκινα κι οι εχθροί όρμησαν αλαλάζοντας.
[λόγ. < αρχ. ἀλαλάζω]



