Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αλίπαντος
1 item total
αλίπαντος -η -ο [alípandos] Ε5 : 1.για κτ. που δεν το έχουν αλείψει με λιπαντικές ουσίες: H μηχανή δεν πρέπει να μείνει αλίπαντη. 2. για έδαφος στο οποίο δεν έχουν βάλει λίπασμα: Άφησε το χωράφι αλίπαντο.

[μσν. αλίπαντος < α- 1 λιπαν- (λιπαίνω) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go