Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλίμενος
1 εγγραφή
αλίμενος -η -ο [alímenos] Ε5 : για ακτή που δε σχηματίζει φυσικό λιμάνι: Aλίμενες, αφιλόξενες ακτές.

[λόγ. < αρχ. ἀλίμενος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες