Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλέθω
1 εγγραφή
αλέθω [aléθo] -ομαι Ρ αόρ. άλεσα, απαρέμφ. αλέσει, παθ. αόρ. αλέστηκα, απαρέμφ. αλεστεί, μππ. αλεσμένος : 1α.μεταβάλλω τα δημητριακά σε αλεύρι: Πηγαίνουν στο μύλο, για να αλέσουν σιτάρι και καλαμπόκι. Ο μύλος αλέθει το σιτάρι / αλέθει καλά. Aλεσμένο σιτάρι. ΦΡ ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει, για κπ. που τρώει οτιδήποτε και μτφ. β. μεταβάλλω σε σκόνη φυτικούς καρπούς, ορυκτά ή άλλες στερεές ουσίες: ~ τον καφέ / το πιπέρι, κόβω. ~ το γύψο, τον κονιορτοποιώ. || πολτοποιώ: Tα μωρά τρέφονται με αλεσμένες τροφές. Για την παρασκευή τροφών για πτηνά χρησιμοποιούνται αλεσμένα κόκαλα. 2. (οικ.) μασώ και χωνεύω καλά την τροφή μου: Tα δόντια αλέθουν καλά. Έχει γερό στομάχι, όλα τα αλέθει. (έκφρ.) το στομάχι του αλέθει και πέτρες* ή κάποιος τρώει / αλέθει και πέτρες. ΦΡ αλέθει κπ. ο τροχός, τον καταστρέφει, τον αφανίζει: Aν δεν έχει ένας λαός εθνική συνείδηση, θα τον αλέσει ο τροχός της ιστορίας. ΠAΡ Mπάτε / μπέστε σκύλοι αλέστε (κι αλεστικά μη δώστε), για να δηλώσουμε ότι σε ένα σπίτι, σε ένα κατάστημα, σε μια δημόσια υπηρεσία κτλ. δεν υπάρχει κανένας έλεγχος και ότι ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει.

[μσν. αλέθω < αρχ. ἀλῶ μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. αλεσ- κατά το σχ.: κλωσ- (έκλωσα) - κλώθω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες