Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτοφυλακή
1 εγγραφή
ακτοφυλακή η [aktofilakí] Ο29 : ειδική υπηρεσία υπεύθυνη για τη φρούρηση των ακτών μιας επικράτειας: Συνελήφθησαν από άντρες της ακτοφυλακής για παράνομη αλιεία.

[λόγ. ακτ(ή) -ο- + -φυλακή κατά το χωροφυλακή μτφρδ. αγγλ. coast guard]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες