Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτημοσύνη
1 εγγραφή
ακτημοσύνη η [aktimosíni] Ο30 : α.η κατάσταση του ακτήμονα. β. (μτφ.) ένδεια, φτώχεια: Πνευματική ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀκτημοσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες