Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακρόλιθος -η -ο [akróliθos] Ε5 : (αρχαιολ.) για άγαλμα με κορμό από ξύλο ή άλλο φτηνό υλικό και άκρα και κεφαλή από μάρμαρο, ελεφαντόδοντο ή άλλο ακριβότερο υλικό: Aκρόλιθο ξόανο. Aκρόλιθα αγάλματα. || (ως ουσ.) το ακρόλιθο.
[λόγ. < ελνστ. ἀκρόλιθος]