Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρωτηριάζω
1 εγγραφή
ακρωτηριάζω [akrotiriázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κόβω τα ακραία μέρη, τα άκρα ενός σώματος: Οι γιατροί αποφάσισαν να του ακρωτηριάσουν το πόδι, να του κόψουν. Aκρωτηριασμένα αγάλματα. 2. αφαιρώ από κτ. ένα σημαντικό τμήμα, μέρος: Δε θα δεχτούμε να ακρωτηριάσουμε την Kύπρο. Οι εκλογές ακρωτηρίασαν τη βενιζελική παμψηφία. Σώθηκαν λίγοι μόνο αποσπασματικοί στίχοι αλλά κι αυτοί ακρωτηριασμένοι, κουτσουρεμένοι, λειψοί.

[λόγ. < ελνστ. ἀκρωτηριάζω, αρχ. σημ.: `κόβω τα ακρωτήρια2΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες