Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροστόλι
1 εγγραφή
ακροστόλιο το [akrostólio] Ο42 : (λόγ.) ακρόπρωρο.

[λόγ. < ελνστ. ἀκροστόλιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες